- σύγκωλος
- -ον, Ααυτός που έχει τα άκρα του στενά συνδεδεμένα το ένα με το άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -κωλος (< κῶλον «μέλος τού σώματος, άκρο»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σύγκωλα — σύγκωλος with limbs set close together neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)